κοντραφαγκότο

κοντραφαγκότο
Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο της οικογένειας του όμποε. Είναι παραλλαγή του φαγκότου (βαρύαυλου), αλλά ηχεί μία οκτάβα χαμηλότερα. Έχει διπλό γλωσσίδι και το μήκος του σωλήνα του είναι 5 μ. και αναδιπλώνεται τέσσερις φορές. Κατασκευάστηκε στις αρχές του 17ου αι. από τον Γερμανό Γ. Σράιμπερ και στις αρχές του 20ού αι. βελτιώθηκε από τον επίσης Γερμανό Β. Γκέκελ. Το κ. χρησιμοποιείται σε συμφωνικές ορχήστρες και ορχήστρες πνευστών. Το πνευστό μουσικό όργανο κοντραφαγκότο.
* * *
το
ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο, με διπλό γλωσσίδι, τής οικογένειας τού όμποε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrafaggoto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”